Η μνήμη είναι μια διαδικασία επεξεργασίας πληροφοριών. Αποτελείται από έναν αισθητηριακό επεξεργαστή, τη βραχυπρόθεσμη μνήμη και τη μακροπρόθεσμη μνήμη. Οι πληροφορίες του εξωτερικού περιβάλλοντος γίνονται αντιληπτές από τον αισθητηριακό επεξεργαστή σαν χημικά και φυσικά ερεθίσματα. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη λειτουργεί ως κωδικοποιητής κι επεξεργαστής ανάκτησης. Κωδικοποιεί νέες πληροφορίες και ανακτά παλιές που έχουν ήδη αποθηκευτεί σαν δεδομένα. Η μακροπρόθεσμα μνήμη αρχειοθετεί αυτά τα δεδομένα ανά κατηγορίες ή συστήματα.

Η μνήμη διακρίνεται σε δηλωτική και άδηλη. Αυτά τα δύο είδη περιλαμβάνουν την εσκεμμένη ανάκτηση και αποθήκευση πληροφοριών, καθώς και την έλλειψη αυτών. Η δηλωτική μνήμη αφορά τη συνειδητή αποθήκευση και ανάκτηση δεδομένων. Μέρος της δηλωτικής μνήμης είναι η εννοιολογική μνήμη και η επεισοδιακή μνήμη. Η εννοιολογική μνήμη αφορά τα μηνύματα που κωδικοποιούνται με συγκεκριμένο νόημα, ενώ η επεισοδιακή μνήμη αφορά τις πληροφορίες που κωδικοποιούνται βάσει χωρικών και χρονικών χαρακτηριστικών.

Η επεισοδιακή μνήμη είναι η μνήμη των αυτοβιογραφικών γεγονότων (στιγμές, τόποι, συναισθήματα κι άλλα χαρακτηριστικά όπως ποιος, τι, πότε, πού, γιατί) που είναι είτε πραγματικά είτε φανταστικά. Πρόκειται για μια συλλογή παλιών προσωπικών εμπειριών που έλαβαν μέρος σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Για παράδειγμα, αν κάποιος θυμάται το πάρτι γενεθλίων του όταν ήταν 6 ετών, αυτό εμπεριέχεται στην επεισοδιακή μνήμη. Η εννοιολογική μνήμη αφορά την παγκόσμια γενική γνώση που έχουμε κατακτήσει. Αυτή η γενική γνώση (γεγονότα, ιδέες, έννοιες και αντιλήψεις) είναι συνυφασμένη με τις εμπειρίες κι εξαρτάται από την κουλτούρα. Για παράδειγμα, η εννοιολογική μνήμη περιέχει πληροφορίες για το τι είναι μια γάτα, ενώ η επεισοδιακή μνήμη μπορεί να περιέχει τη μνήμη της φροντίδας μιας συγκεκριμένης γάτας. Η εννοιολογική μνήμη συνδέεται περισσότερο με τη γνώση ενώ η επεισοδιακή με τις αναμνήσεις από το παρελθόν.Η εννοιολογική και η επεισοδιακή μνήμη συγκροτούν τη δηλωτική μνήμη.

Η άδηλη μνήμη αφορά την ασυνείδητη καταγραφή και ανάκτηση πληροφοριών. Για παράδειγμα, η διαδικαστική μνήμη είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η σταδιακή απόκτηση δεξιοτήτων χωρίς συνειδητή εστίαση στη διαδικασία της μάθησης. Επίσης, από μνήμες μπορούν να προκύψουν ασυνείδητες αντιδράσεις σε ερεθίσματα, ένα φαινόμενο που ονομάζεται priming. Αυτά συνιστούν την άδηλη μνήμη.

Η μνήμη δεν είναι ένας τέλειος μηχανισμός, αλλά επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Ο τρόπος με τον οποίο οι πληροφορίες κωδικοποιούνται, αποθηκεύονται και ανακτώνται μπορεί να αλλοιωθεί. Η αποθήκευση των πληροφοριών μπορεί, επίσης, να διαταραχθεί από φυσικά τραύματα σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την αποθήκευση πληροφοριών, όπως ο ιππόκαμπος. Τέλος, η ανάκτηση πληροφοριών μπορεί να ατονήσει εξαιτίας φθορών στη μακροπρόθεσμη μνήμη.

Ο ύπνος βοηθά το μυαλό να επεξεργαστεί τις μνήμες. Αναζητά σημαντικά και κυρίαρχα μοτίβα που μπορούν να θεωρηθούν η «ουσία» και τα εντάσσει στην ήδη υπάρχουσα μνήμη. Σύμφωνα με τη θεωρία της συναπτικής κλιμάκωσης, ο ύπνος είναι σημαντικός για τη ρύθμιση των γνώσεων που έχουν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας κι επιτρέπει την πιο αποτελεσματική αποθήκευση των πληροφοριών στον εγκέφαλο, εξασφαλίζοντας καλύτερη διαχείριση χώρου και ενέργειας. Ο υγιής ύπνος περιλαμβάνει την κατάλληλη αναλογία φάσεων NREM και REM που συμβάλλουν με διαφορετικό τρόπο στη διαδικασία εδραίωσης και βελτιστοποίησης της μνήμης. Κατά τη διάρκεια μιας νύχτας φυσιολογικού ύπνου, οι φάσεις NREM και REM εναλλάσσονται περίπου ανά 90 λεπτά, από τα οποία τα 20-30 λεπτά είναι η φάση REM.

Μύρα Χανδρινού
Healing Source